Σάββατο 8 Δεκεμβρίου 2012

Raghs dar ghobar (2003) [Dancing in the Dust] του Asghar Farhadi

Ο Ασγάρ Φαραντί ο διάσημος πλέον σκηνοθέτης του Χωρισμού ξεκίνησε την καριέρα του σαν σκηνοθέτης κινηματογράφου το 2003 -πριν είχε σκηνοθετήσει σειρές στην τηλεόραση και είχε γράψει σενάρια- με την ταινίαRaghs dar ghobar (Χορός στη Σκόνη). Έχουμε κι εδώ ένα διαζύγιο- όπως φαίνεται οι σχέσεις μεταξύ ζευγαριών και κυρίως ο χωρισμός είναι απ' τα αγαπημένα θέματα του σκηνοθέτη. Το νεαρό ζευγάρι της ταινίας γνωρίζεται και παντρεύεται κατά τη διάρκεια των τίτλων αρχής, και σύντομα αναγκάζονται να χωρίσουν. Ο λόγος είναι ότι η μητέρα της γυναίκας «μπαίνει σε αυτοκίνητα με ξένους άντρες», και οι γονείς του νεαρού συζύγου δε δέχονται να έχουν συμπεθέρα πоυτάvα, αλλά και οι φίλοι του τον ειρωνεύονται και τον προσβάλλουν. Δυο είναι τα προβλήματα που προκύπτουν απ' το διαζύγιο: ότι ο Ναζάρ αγαπάει τη γυναίκα του, και ότι πρέπει να της πληρώσει την προίκα, δηλαδή το χρηματικό ποσό που ο γαμπρός υπόσχεται στη νύφη στο συμβόλαιο του γάμου και που είναι υποχρεωμένος να το δώσει όταν την χωρίσει. Το μεγαλύτερο μέρος της ταινίας παρακολουθεί το Ναζάρ που προσπαθεί να βρει χρήματα, και στο δεύτερο μισό επικεντρώνεται στη σχέση του με έναν μυστηριώδη γέρο.
Ο χορός στη σκόνη έχει ελάχιστα κοινά με τις επόμενες ταινίες του Φαραντί ειδικά τις 3 τελευταίες. Δεν υπάρχει κανένα πολύπλοκο ηθικό δίλημμα, ούτε έχουμε τη λιτότητα των υπόλοιπων ταινιών δωματίου. Εδώ υπάρχουν πιο εξπρεσιονιστικές σκηνές, όπως τα άλογα που τα δηλητηριάζουν με δηλητήριο φιδιού ή οι σκηνές στο εγκαταλειμμένο χωριό στην έρημο. Ταυτόχρονα είναι αρκετα μελοδραματική ταινία, καμία σχέση με το Χωρισμό με τους γκρίζους και πεζούς χαρακτήρες του.

Βασικά δεν είναι κακή ταινία για το είδος της. Το είδος αυτό ευδοκιμεί στο Ιράν και είναι ταινίες με φτωχούς πλην τίμιους κι αθώους χαρακτήρες, σχεδόν πάντα νέους άντρες ή παιδιά, οι οποίοι δίνουν μαθήματα ανθρωπιάς, φιλότιμου, και αφοσίωσης σε κάποιο αγαπημένο πρόσωπο που φτάνει μέχρι την αυτοθυσία. Τέτοιες ταινίες είναι το Baduk του Ματζιντί, το Niaz του Davoudnejad, η Όμορφη πόλη του Φαραντί, ενώ πιο εκλεπτυσμένες βερσιόν είναι η Βροχή και τα Παιδιά του Παραδείσου του Ματζιντί. Και τοΠου είναι το σπίτι του φίλου μου τουτου Κιαροστάμι έχει κάτι απ' αυτήν την παράδοση. Όπως είχα γράψει και για την περίπτωση του Ματζιντί είναι άξιο απορίας και σ'αυτή την περίπτωση πώς ο ίδιος σκηνοθέτης που γύρισε τονΧορό στην άμμοκατάφερε μόλις σε τρία χρόνια να γυρίσει την πολύ πιο ώριμηΚυριακή των πυροτεχνημάτων.

Ένα άλλο θέμα που απασχολεί το Ματζιντί-πάντα όμως το παρουσιάζει πλάγια- είναι η θέση της γυναίκας στην ιρανική κοινωνία. Από τη Ραζιέ του Χωρισμού και την Ελι του Τί απέγινε η Έλι μέχρι την κρυφά διαζευγμένη Φιρουζέ της Όμορφης πόλης και την ανώνυμη πεθερά του Χορού, οι γυναίκες δέχονται παραπάνω πίεση λόγου του φύλου τους. Στην τελευταία περίπτωση εντύπωση μου κανε πόσο κοντά (φιλοσοφικά) είναι η κατάσταση του γάμου με την πоρνεία. Γιατί, αν ο άντρας είναι υποχρεωμένος να πληρώσει την γυναίκα του, όποτε παντρεύεται, εε... Και μιλάμε για τον κανονικό γάμο, όχι τον προσωρινό γάμο (σιγκέ) που είναι ακόμα πιο κοντά στην πоρνεία. Αλλά αυτό είναι ένα θέμα που ξεφεύγει λίγο..

Τετάρτη 28 Νοεμβρίου 2012

Слева направо [From left to right] (1989) του Ivan Maximov

Ο Ιβάν Μαξίμοφ (Иван Максимов) είναι ένας απ' τους πιο αγαπημένους δημιουργούς κινουμένων σχεδίων από τη Ρωσία. Το «Από τα αριστερά στα δεξιά» είναι μια απ' τις πρώτες του ταινίες, μπορεί και η πρώτη. Τα επόμενα έργα του είναι αρκετά πιο πολύπλοκα και «φροντισμένα», πιο όμορφα -ειδικά αν τα δει κανείς σε καλή ποιότητα-, αλλά κανένα τους δεν έχει αυτή τη δύναμη να καθηλώσει.

Τι γίνεται στην ταινία; Μέσα σε 4 λεπτά βλέπουμε κάτι που μοιάζει με φεγγάρι να περνάει από κιμαδομηχανή κι απ' την άμορφη μάζα ξεπηδάνε διάφορα σουρεαλιστικά πλάσματα που προχωράνε απ' τα αριστερά προς στα δεξιά, κάνοντας περίεργα πράγματα πχ τρώνε το ένα το άλλο, ή τρώει το ένα τα σκατά του άλλου- όλα αυτά μέχρι το συγκλονιστικό τέλος και με συνοδεία ανατριχιαστικής μουσικής. Δε ξέρω αν έχει πολιτικές προεκτάσεις το έργο, θα μπορούσε και να έχει αν κρίνουμε από τη συμπεριφορά των μικρών τεράτων. Πάντως το υπόλοιπο έργο του Μαξίμοφ είναι μάλλον άσχετο με την πολιτική.

Η ταινία στο γιουτιουμπ: www.youtube.com/watch?v=qbar3nsf0_U
Και η σελίδα του Μαξίμοφ όπου υπάρχουν πολλές ταινίες του: www.ivanmaximov.ru

Κυριακή 7 Οκτωβρίου 2012

El crimen de Cuenca της Pilar Miró


Η Κουένκα είναι μια φτωχή επαρχία της Ισπανίας, ανάμεσα στη Μαδρίτη και στη Βαλένσια, όπου λίγοι τουρίστες έχουν πατήσει το πόδι τους. Το 1910 ένας διανοητικά καθυστερημένος βοσκός από ένα χωριό της επαρχίας εξαφανίζεται, και η μητέρα του καταγγέλλει στις αρχές ότι δυο άλλοι βοσκοί, ο Γκρεγόριο και ο Λεόν τον έχουν δολοφονήσει. Μετά από 3 χρόνια, οι αρχές επιτέλους κινητοποιούνται και αρχίζουν να ανακρίνουν «συστηματικά» τους δυο άντρες, με αποτέλεσμα αυτοί να ομολογήσουν, και παρά τις ανακρίβειες των καταθέσεων τους, να καταδικαστούν.

Ποιός λοιπόν είναι ο υπεύθυνος του εγκλήματος; Μέσα από μερικές σκηνές ανάκρισης (που είναι καλύτερο να τις δει κανείς με αδειανό στομάχι), και μέσα από τις συζητήσεις των αρχών μπορεί κανείς να καταλάβει ποιός έφταιξε. Δεν είναι όμως μόνο η ηλιθιότητα της αστυνομίας κι ο φανατισμός που αποκαλύπτονται, ταυτόχρονα βλέπουμε άλλες πτυχές της ισπανικής κοινωνίας πχ κοινωνική ανισότητα και αναλφαβητισμός. Εκτός απ' αυτό, η ταινία παρουσιάζει μια φιλία και μια οικογένεια να διαλύονται σταδιακά, καθώς ο κάθε εμπλεκόμενος προσπαθεί να σώσει το τομάρι του (και τα παιδιά του) και αμφιβάλλει για την αθωότητα του φίλου/συζύγου του.

Η ταινία είναι ψύχραιμη και το μόνο μειονέκτημα που βρήκα είναι ότι δε βρίσκω υπότιτλους.
Όμως δεν είναι και τόσο συγκλονιστικό ότι στις αρχές του εικοστού αιώνα σε μια καθυστερημένη επαρχία έγινε ένα χοντρό δικαστικό «λάθος», ή ότι γινότανε βασανισμοί απ' την αστυνομία πριν από 100 χρόνια.
Το ενδιαφέρον είναι ότι το 1979 όταν η ταινία έπεσε στα χέρια των τότε (δημοκρατικών) αρχών της Ισπανίας - δημοκρατικών επειδή ο Φράνκο είχε πεθάνει πριν 4 χρόνια- , η (δημοκρατική) λογοκρισία της εποχής, απαγόρευσε την προβολή της μέχρι το 81, οπότε προβλήθηκε με μια δήλωση στην αρχή ότι η ταινία δεν «έχει καμιά πρόθεση να προσβάλει κανένα πρόσωπο, επαρχία, θεσμό ή σώμα [βλέπε guardia civil] του κράτους, καθώς αυτά αξίζουν τον μέγιστο σεβασμό απ' τους πολίτες.»

Περισσότερα για το έγκλημα εδώ

Κυριακή 16 Σεπτεμβρίου 2012

Rojo y negro (1942) του Carlos Arévalo

Στην ανάρτηση για τη Raza του Φράνκο, είχα γράψει για ακόμα μια φασιστική ταινία, το Rojo y negro που ανέβηκε μόλις για 2 βδομάδες στους ισπανικούς κινηματογράφους το 1942, στη διάρκεια της δικτατορία του Φράνκο. Η ταινία περιγράφει μια ιστορία αγάπης απ' την πλευρά μιας κοπέλας που ανήκει στο φασιστικό κόμμα της Φάλαγγας. Στην αρχή δεν ήθελα να την δω ολόκληρη, αλλά μετά από μέρες αποφάσισα να την δω μέχρι το τέλος και άλλαξα γνώμη γι' αυτήν. Δεν την θεωρώ αριστούργημα του παγκόσμιου κινηματογράφου, αλλά είναι σίγουρα πολύ αξιόλογη ταινία.
Πρώτα απ' όλα ο τίτλος (κόκκινο και μαύρο) αναφέρεται στις σημαίες των φαλαγγιτών αλλά και του CNT που είναι και οι δυο κοκκινόμαυρες. Οι πρωταγωνιστές είναι ένα ζευγάρι που είναι φίλοι από παιδιά. Η Λουίσα είναι δεξιά και αργότερα γίνεται φαλαγγίτισσα και ο Μιγκέλ είναι αριστερός και αργότερα γίνεται αναρχοσυνδικαλιστής, αν και βασικά δε διευκρινίζεται σε πιο πολιτικό σχηματισμό ανήκει.


Στο πρώτο μέρος βλέπουμε σκηνές από την παιδική ηλικία του Μιγκέλ και της Λουίσας- τα παιδιά ενώ ήταν καλοί φίλοι είχαν από τότε πολιτικές διαφορές. Στο δεύτερο μέρος μεταφερόμαστε λίγο πριν τις εκλογές του 36: η Λουίσα έχει γίνει φαλαγγίτισσα και ο Μιγκέλ εξακολουθεί να είναι αριστερός.
Ιεροσυλίες, εμπρησμοί και επιθέσεις σε εκκλησίες
Στο βάθος οι πρωταγωνιστές
Μετά με ένα γρήγορο μοντάζ βλέπουμε την παρακμή που προκάλεσε η σύντομη τελευταία δημοκρατική κυβέρνηση στην Ισπανία: χαλάρωση των ηθών, υποκρισία, ασυνεννοησία στη βουλή, αδιαφορία των πολιτών, φόνοι παπάδων, βόμβες.  Το ποτήρι ξεχειλίζει (κυριολεκτικά) και ο πόλεμος αρχίζει. Μεταφερόμαστε στη Μαδρίτη που την έχουν καταλάβει οι αριστεροί. Η Λουίσα είναι μέλος της αντίστασης. Εδώ ακολουθούν σπόιλερ :-) Κάποια στιγμή εμφανίζεται ένας συνφαλαγγίτης και της ζητάει βοήθεια, γιατί τον ψάχνει η «αστυνομία». Η Λουίσα τον βοηθάει, κι επειδή είναι τολμηρή και δραστήρια, πηγαίνει σ' ένα παλιό μοναστήρι που τώρα έχει γίνει φυλακή για τους αντιφρονούντες, με την ελπίδα να δει έναν σύντροφό της. Λέει στους αριστερούς ότι περιμένει τον αρραβωνιαστικό της και ζητάει να δει τους δεξιούς φυλακισμένους τάχα από περιέργεια. Αυτό φυσικά κινεί τις υποψίες των αριστερών που την συλλαμβάνουν, την κλείνουν στη φυλακή, όπου κάποιος μεθυσμένος αναρχικός την βιάζει, και τελικά την εκτελούν χωρίς δίκη. Ο Μιγκέλ που τώρα τον θυμάται η ταινία, μόλις βλέπει την αγαπημένη του νεκρή, εξοργίζεται, στρέφεται εναντίον των παλιών συντρόφων του και τελικά τον σκοτώνουν κι αυτόν.

Το Rojo y negro δεν έχει καμία σχέση με τη Raza. Οι διάλογοι είναι φυσικοί, και οι χαρακτήρες ανθρώπινοι, και μάλιστα υπάρχουν αριστεροί που δεν είναι κακοί, όπως ο Μιγκέλ, αλλά και ένας στρατιώτης που μεταφέρει το σημείωμα της φυλακισμένης στη μητέρα της. Η ταινία δεν εμβαθύνει και πολύ στην ιδεολογία των διαφορετικών πλευρών, ειδικά οι αριστεροί στις συζητήσεις μεταξύ τους λένε κυρίως ότι θέλουν να σκοτώσουν όλους τους φασίστες και τους παπάδες. Αλλά και οι φαλαγγίτες δε χάνουν το χρόνο τους αναλύοντας τις απόψεις τους. Μένει το κλασικό μοτίβο που το βρίσκουμε σε πολλές ταινίες με θέμα κάποιο τυραννικό καθεστώς: οι άνθρωποι που φοβούνται μήπως τους καταδώσουν οι γείτονες, οι ξαφνικές εισβολές στα σπίτια, οι συχνά αναίτιες συλλήψεις και εκτελέσεις, οι βασανισμοί και οι βιασμοί στις φυλακές, οι αθώοι που θυσιάζονται.

Εκτός απ' την ωραία ιστορία που και ρεαλιστική είναι και έχει και σασπένς, η ταινία έχει και άλλα ενδιαφέρονται στοιχεία, όπως οι σκηνές της παρακμής, όπου γίνεται πολύ ωραίο μοντάζ, πχ όταν ένας περήφανος φαλαγγίτης σκίζει την οθόνη σηματοδοτώντας την έναρξη της επανάστασης του Φράνκο. Ή η περιήγηση στις φυλακές όπου η κάμερα περνάει μέσα από τους τοίχους για να φανερωθούν οι συζητήσεις των φυλακισμένων στα διάφορα κελιά.
Γυναίκες που καπνίζουν: σημείο ηθικής παρακμής χαρακτηριστικό της δημοκρατίας
Ο φαλαγγίτης «σκίζει» την οθόνη όπου βλέπαμε τις πομπές των κομμουνιστών

Όπως διάβασα και σε μια κριτική, το Rojo y negro είναι αρκετά πιο αντικειμενική ταινία απ' τις περισσότερες που κυκλοφόρησαν πρόσφατα με θέμα τον ισπανικό εμφύλιο. Όμως αντικειμενική δεν είναι. Δε δίνεται χώρος στους αριστερούς να εξηγήσουν τις απόψεις τους, και να δικαιολογήσουν τις (συχνά αδικαιολόγητες βέβαια) πράξεις τους. Ούτε φυσικά απεικονίζονται τα εγκλήματα της άλλης πλευράς, που συνεχίστηκαν και μετά τον εμφύλιο.

Μένει το ερώτημα γιατί ενόχλησε τόσο πολύ αυτή η ταινία; Επειδή έδειχνε τους κομμουνιστές πιο ανθρώπινους; Επειδή φαίνεται να είναι κατά της θανατικής ποινής; Επειδή παρουσιάζει την υποκρισία αυτών που είχαν την εξουσία; Επειδή η ηρωίδα ήταν γυναίκα και μάλιστα με «κομμουνιστή» αγαπητικό (όχι ακριβώς το πρότυπο για τις σωστές δεσποινίδες);

Για τους Ισπανούς η ταινία έχει σημαντική ιστορική αξία γιατί είναι η μοναδική που παρουσιάζει τον πόλεμο απ' την οπτική γωνία των φαλαγγιτών. Για μένα που δεν ξέρω και τόσα πολλά για τις διαφορές μεταξύ των διάφορων ακροδεξιών ομάδων που υποστήριξαν το Φράνκο, το Κόκκινο και Μαύρο με έκανε να συνειδητοποιήσω πόσο εύκολα μπορεί να κάνει κανείς προπαγάνδα στο σινεμά χωρίς αυτό να γίνει αντιληπτό. Συνειδητοποίησα δηλαδή ότι παρόμοιες καταστάσεις σε μια αντιφασιστική ταινία δε θα τις αμφισβητούσα, δε θα τις θεωρούσα προπαγανδιστικές, λόγω της προσωπικής μου ιδεολογίας.

Παρεμπιπτόντως, ορίστε μερικές πρόσφατες ταινίες που είναι πιο προπαγανδιστικές: El espinazo del diablo, El laberinto del fauno, La lengua de las mariposas, Las trece rosas. Αυτή η τελευταία περιγράφει την εκτέλεση 13 νέων γυναικών μετά το τέλος του εμφυλίου, και όχι μόνο είναι προπαγανδιστική, αλλά παρουσιάζει τις γυναίκες -που ήταν βέβαια νέες, αλλά συμμετείχαν σε πόλεμο και το ήξεραν- σαν να ήταν κλαψιάρικα κοριτσάκια νηπιαγωγείου.

Υπότιτλους και πάλι δεν βρήκα.


Διαδηλώστε ενάντια στη θανατική ποινή CNT και FAI

Σάββατο 15 Σεπτεμβρίου 2012

On connaît la chanson (1997) του Alain Resnais

Τόσο πολύ μου έφτιαξε τη διάθεση το Comme une image, που αποφάσισα να δω όλες τις ταινίες που έχουν για σεναριογράφους την Agnès Jaoui και τον Jean-Pierre Bacri. Έτσι είδα και αυτή εδώ που την έχει σκηνοθετήσει ο Αλέν Ρενέ.
Το σενάριο μοιάζει αρκετά με τις υπόλοιπες κομεντί των Ζαουί-Μπακρί: Έχουμε κάποιους ήρωες που συνδέονται μεταξύ τους με διάφορους τρόπους, και οι σχέσεις τους μεταξύ τους φωτίζουν πτυχές του χαρακτήρα τους. Πολλοί διάλογοι και ελάχιστη δράση. Εδώ βασικά οι ήρωες είναι δυο αδερφές η Οντίλ και η Καμίλ και 4 άντρες, ανάμεσα στους οποίους πρέπει να διαλέξουν. Η Οντίλ είναι παντρεμένη με ένα «ήρεμο» άνθρωπο, αλλά συναντά έναν πρώην της (το Μπακρί) που είναι πιο απρόβλεπτος και ενδιαφέρον. Η Καμίλ γνωρίζει έναν γοητευτικό και πλούσιο μεσίτη, ενώ ταυτόχρονα την ερωτεύεται ένας γέρος που κατά σύμπτωση είναι υπάλληλος του μεσίτη.
Το χαρακτηριστικό που κάνει την ταινία να διαφέρει είναι ότι σε κάθε διάλογο οι πρωταγωνιστές τραγουδάνε κι από ένα απόσπασμα γαλλικού τραγουδιού. Στη βικιπαίδεια μέτρησα 36 τέτοια τραγούδια, που ξεκινάνε απ' τη δεκαετία του 30 και φτάνουν μέχρι τη σύγχρονη (της ταινίας) εποχή και είναι όλα χαζοχαρούμενα, νοσταλγικά, σιροπιαστά, δε ξέρω πώς να τα περιγράψω, αλλά ενώ στην αρχή με έκαναν να χαμογελώ, στο τέλος δεν άντεχα να τα ακούω.

Δε ξέρω πώς θα μου φαινότανε η ταινία χωρίς τα τραγούδια, αλλά σπάνια έχω εκνευριστεί τόσο πολύ..

Πέμπτη 13 Σεπτεμβρίου 2012

Comme une image (2004) της Agnès Jaoui

Μια χοντρή κοπέλα νιώθει παραμελημένη απ' το διάσημο πατέρα της, και έχει και κόμπλεξ για την εμφάνισή της. Θέλει να γίνει τραγουδίστρια και πιστεύει ότι έχει βρει αποκούμπι στη δασκάλα τραγουδιού. Η δασκάλα όμως βαριέται τη Λολίτα -έτσι λένε την κοπέλα- και δε συγκινείται πολύ απ' τον ενθουσιασμό της, ενδιαφέρεται περισσότερο για τον άντρα της που είναι άσημος συγγραφέας και έχει έλλειψη αυτοπεποίθησης. Όταν όμως μαθαίνει ότι ο μπαμπάς της Λολίτας είναι διάσημος συγγραφέας, αρχίζει να βλέπει με άλλα μάτια τη μαθήτριά της.
Το θέμα της ταινίας όμως δεν είναι η εξέλιξη των σχέσεων μεταξύ των πρωταγωνιστών, αφού οι σχέσεις αυτές παραμένουν σχεδόν σταθερές μέχρι το τέλος, ούτε και οι χαρακτήρες και η συμπεριφορά των ανθρώπων αλλάζουν ιδιαίτερα. Μάλλον τους παρατηρούμε μέσα απ' τις συζητήσεις τους, αυτούς και την κοινωνία που ανήκουν. Το χαρακτηριστικών των ηρώων είναι ότι συνδέονται μεταξύ τους με σχέσεις εξάρτησης. Οι περισσότεροι εξαρτώνται από τον πατέρα της Λολίτας, είτε επειδή έχει χρήμα και εξουσία, είτε επειδή τον αγαπούν. Άλλοι πάλι πλησιάζουν τη Λολίτα με σκοπό να γνωρίσουν τον πατέρα της. Το περίεργο είναι ότι λίγοι φαίνεται να το αντιλαμβάνονται και να αντιδρούν. Η ταινία δεν τους κρίνει όμως: είναι πολύ εύκολο να είσαι ο εαυτός σου και να κάνεις μαγκιές όταν βρίσκεσαι σε θέση εξουσίας, όταν όμως δε βρίσκεσαι, έχεις λίγες επιλογές.
Επίσης όλοι σχεδόν οι ήρωες λένε πράγματα που χωρίς να το ξέρουν πληγώνουν κάποιον άλλο και τον φέρνουν σε δύσκολη θέση. Πχ όταν η μητριά της Λολίτας παραπονιέται ότι έβαλε κιλά, τη στιγμή που η Λολίτα είναι καμιά σαρανταριά κιλά πιο χοντρή. Ή όταν είναι πολύ αυστηρή με τις διατροφικές συνήθειες της μικρής της κόρης, είναι σαν να λέει: «πρόσεχε μη γίνεις σαν την αδερφή σου». Και να σκεφτεί κανείς ότι η μητριά είναι απ' τα πιο συμπαθητικά άτομα στο έργο.

Μερικές καταστάσεις τις βρήκα καταπληκτικές, ή μάλλον ήταν καταπληκτικό ότι τις έχω δει πολλές φορές στη ζωή αλλά σχεδόν ποτέ στο σινεμά. Όπως το να λέει κανείς κάτι ενδιαφέρον σε μια παρέα, αλλά κανείς να μην το σχολιάζει γιατί βρίσκεται χαμηλά στην «ιεραρχία» της παρέας.

Βέβαια το σενάριο, αν και είναι πολύ έξυπνο, δεν είναι και τέλειο και στο τέλος γίνεται λίγο ζαχαρένιο, αλλά τελικά σου μένει ένα χαμόγελο στο στόμα, κι αυτό είναι σημαντικό.

Την ταινία την είδα για τον Jean-Pierre Bacri που μ' άρεσε στο Les sentiments, κι εδώ όχι μόνο παίζει αλλά είναι και συνσεναριογράφος. Έψαξα στο ίντερνετ για την Marilou Berry, την ηθοποιό που παίζει τη Λολίτα, με την ελπίδα να διαψευστεί ο μύθος ότι για να πετύχει μια γυναίκα στις τέχνες πρέπει να είναι ψηλή, αδύνατη, κατά προτίμηση άρια κτλ κτλ. Τελικά η Μαριλού είναι κόρη δυο διάσημων Γάλλων, και δεν έχει κάνει και καμιά σπουδαία καριέρα στον κινηματογράφο. Έχει παίξει σε ταινίες με πολύ χαμηλή βαθμολογία στο imdb (μερικές μάλιστα τις έχει σκηνοθετήσει η μητέρα της), στην τηλεόραση, και σε πολύ μικρούς ρόλους, κι εκεί που πρωταγωνιστεί είμαι σίγουρη ότι παίζει τη χοντρή που έχει κόμπλεξ με την εμφάνισή της.


Τετάρτη 12 Σεπτεμβρίου 2012

Raza, μια ταινία σε σενάριο του Φρανθίσκο Φράνκο

Το 1942, τρία χρόνια μετά το τέλος του ισπανικού εμφυλίου, προβλήθηκε στους ισπανικούς κινηματογράφους η ταινία «Raza», μια υπερπαραγωγή με θέμα τις περιπέτειες μια οικογένειας στρατιωτικών στη διάρκεια του πολέμου. Σκηνοθέτης ήταν ο José Luis Sáenz de Heredia, μαθητής του Μπουνιουέλ, αλλά το σενάριό της βασίστηκε σε ένα μυθιστόρημα που είχε γράψει ο Φράνκο με ψευδώνυμο· βέβαια όλοι το ήξεραν ότι ο Φράνκο ήταν ο συγγραφέας.
Έχουμε λοιπόν μια παλιά αριστοκρατική οικογένεια που τα μέλη της, με μία εξαίρεση, εκφράζουν στην εντέλεια τα ιδανικά της ακροδεξιάς: πατρίδα, θρησκεία, οικογένεια. Ο μπαμπάς είναι ηρωικός αξιωματικός του ναυτικού, η μαμά πιστή σύζυγος και πολύ θρησκευόμενη, κι απ' τα παιδιά το ένα είναι μωρό ακόμα όταν αρχίζει η ταινία, το άλλο είναι ένα χαριτωμένο κοριτσάκι, το τρίτο είναι ένα αγοράκι που έχει αφομοιώσει την ιδεολογία των γονιών του, και ο πρωτότοκος, ο Πέδρο είναι ένα κακό αγοράκι που από μικρός νοιάζεται μόνο για το χρήμα. Η υπόλοιπη οικογένεια θεωρεί τον πλούτο πολύ κατώτερο αγαθό απ' την τιμή, την αγάπη για την πατρίδα κτλ, φυσικά δεν τους λείπουν ούτε τα χρήματα, ούτε το τεράστιο σπίτι με κήπο, ούτε οι υπηρέτες.  Αυτός ο Πέδρο λοιπόν θα προδώσει αργότερα την οικογένειά του και την πατρίδα και θα γίνει (δημοκρατικός) βουλευτής.
Όταν αρχίζει ο εμφύλιος, οι πρωταγωνιστές μπλέκουν σε διάφορες περιπέτειες, άλλοι σφάζονται απ' τους αναρχοκομμουνιστές, άλλοι δραπετεύουν ηρωικά, μαχητικές νέες ερωτεύονται αξιωματικούς, φτωχοί εκφράζουν τη λατρεία τους για το φασιστικό στρατό, και στο τέλος επέρχεται η λύτρωση: ο Πέδρο αλλάζει στρατόπεδο αφού το αίμα της ράτσας του υπερνικά την αγάπη του για το χρήμα.
Οι διάλογοι στην ταινία είναι εντελώς ψεύτικοι και προπαγανδιστικοί, σε κάθε πρόταση δηλώνεται η πίστη στα φασιστικά ιδεώδη και υπάρχει ιδιαίτερη προσοχή να μην αμφισβητηθεί από κανέναν ότι «πάνω απ' όλα η πατρίδα». Πολύ συχνά οι ηθοποιοί γυρίζουν το κεφάλι και κοιτάνε προς το άπειρο για να ανακοινώσουν με πολύ στόμφο την αυτοθυσία τους, ή τέλος πάντων για να πουν κάτι συγκινητικό και μεγαλειώδες.  Αυτός είναι κι ο λόγος που η ταινία βλέπεται και σήμερα: οι διάλογοι είναι τόσο γελοίοι που δεν εκνευρίζουν, μάλλον γέλιο βγάζουν.

Υπάρχουν πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία στη «Ράθα» και η οικογένεια Τσουρούκα της ταινίας είναι μια αρκετά εξευγενισμένη βερσιόν της οικογένειας του δικτάτορα.

Το 1950 έγινε ένα μικρό λίφτινγκ στην ταινία, αφαιρέθηκαν αντιαμερικανικά και φασιστικά στοιχεία και φωτίστηκε περισσότερο η αντικομμουνιστική πλευρά του θέματος. Αιτία ήταν ότι ο Φράνκο ήθελε να έχει φιλικές σχέσεις με τις ΗΠΑ. Βρέθηκε και καινούριος τίτλος: «Espíritu de una raza» που κατά την άποψή μου δεν είναι καλύτερος από τον πρωτότυπο. Οι παλιές κόπιες κάηκαν, κατάφερε όμως να σωθεί μια σε καλή κατάσταση. Έτσι σήμερα κυκλοφορεί στο ίντερνετ η πρωτότυπη βερσιόν, όπου έχει κανείς την ευκαιρία να θαυμάσει φασιστικούς χαιρετισμούς και κάτι υπονοούμενα για την ανάμειξη των ΗΠΑ στον πόλεμο της Κούβας.

Πιο πάνω έγραψα ότι η ταινία βλέπεται επειδή μπορεί κανείς να γελάσει με τους διαλόγους. Η αλήθεια είναι ότι υπάρχουν κι άλλα ενδιαφέροντα στοιχεία, όπως κουστούμια εποχής, μια ναυμαχία προηγούμενων αιώνων, και μερικές σκηνές μου άρεσαν ιδιαίτερα, όπως η εκτέλεση των καλόγερων στην παραλία. Κυρίως όμως είναι ένα ντοκουμέντο που παρουσιάζει την ιδεολογία του Φράνκο και του καθεστώτος του, και από την άλλη δείχνει την άλλη πλευρά των γεγονότων. Σήμερα είναι της μόδας οι φασίστες να παρουσιάζονται σαν τέρατα και οι αναρχικοί/ κομμουνιστές/ δημοκρατικοί σαν άγιοι. Η αλήθεια βρίσκεται στη μέση, ή μάλλον είναι πολύ πιο πολύπλοκη.
Ακόμα καλό είναι να ξέρουμε ότι σε όλη τη διάρκεια της δικτατορίας του Φράνκο, αλλά φαντάζομαι περισσότερο στην αρχή, μεγάλο μέρος των καλλιτεχνών τάχθηκε με την πλευρά του καθεστώτος, με τον ίδιο τρόπο που τώρα όλοι σχεδόν είναι δημοκρατικοί.

Στο γιουτουμπ η Ράθα υπάρχει δυο φορές: εδώ και εδώ. Έχω βρει και ένα αρχείο στο eMule που σιγοκατεβαίνει. Έτσι κι αλλιώς νομίζω ότι έχουν λήξει τα πνευματικά της δικαιώματα, οπότε δεν υπάρχει πρόβλημα. Ένα dvd πρέπει να υπάρχει και στη βιβλιοθήκη του Θερβάντες στην Αθήνα. Υπότιτλους δεν έχω βρει πουθενά όμως.
Ένα ωραίο άρθρο στα ισπανικά για τις διαφορές μεταξύ των 2 βερσιόν , του 42 και του 50 είναι το παρακάτω: http://nodulo.org/ec/2005/n044p14.htm


Η αγαπημένη μου σκηνή είναι εκεί που μια γυναίκα με κοντό μαλλί και ντυμένη με αντρικά ρούχα παρουσιάζεται σε έναν φασίστα αξιωματικό και του λέει: «θυσίασα τα μαλλιά μου γιατί με κυνηγούσαν πολύ που επισκεφτόμουνα τους αιχμάλωτους συντρόφους». (Δυστυχώς αυτή η σκηνή κόπηκε στο «Espíritu de una raza» λόγω φασιστικών χαιρετισμών). Μου είχε κάνει μεγάλη εντύπωση αυτή η φράση «θυσίασα το μαλλί», πόσο μάλιστα που την λέει με μεγάλη περηφάνια μια ηρωική φασίστρια. Σκέφτηκα όμως ότι παλιά το κουρεμένο κεφάλι ήταν σημάδι ντροπής και ατίμωσης για μια γυναίκα.
Χτες έκανα πολλές σκέψεις πάνω σ' αυτό το θέμα και θυμήθηκα δυο πολύ ωραία ισπανικά romances,  δηλαδή δημοτικά τραγούδια. Το πρώτο είναι η doncella guerrera, όπου ένας Σεβιλιάνος έχει την κακοτυχία απ' τα 7 παιδιά του κανένα να μην είναι αρσενικό. Κάποια μέρα η μικρότερη κόρη του αποφασίζει να ντυθεί άντρας και να πάει να πολεμήσει. Ακολουθεί ένας διάλογος όπου ο πατέρας της προσπαθεί αν την αποτρέψει:
-No vayas, hija, no vayas, que te van a conocer
que tienes el pelo largo y dirán que eres mujer
-Si tengo el pelo muy largo, padre, me lo corta usted
 y con el pelo cortado  un varón pareceré..

Στο τέλος η κόρη πάει στον πόλεμο, την ερωτεύεται ο βασιλιάς και παντρεύονται.

Το δεύτερο δημοτικό τραγούδι είναι το El enamorado y la muerte, όπου ο θάνατος προσωποποιημένος επισκέπτεται έναν ερωτευμένο και του δίνει μια ώρα ζωής. Ο ερωτευμένος πάει στο παράθυρο της αγαπημένης του, κι αυτή του πετάει ένα σκοινί από μετάξι, κι εκεί είναι που του λέει: «αν δεν έφτανε το μετάξι, θα πρόσθετα τις πλεξούδες μου». Η συνέχεια είναι τραγική αν και μάλλον αναμενόμενη: Το σκοινί σπάει κι ο ερωτευμένος πέφτει κάτω και σκοτώνεται, ακριβώς όταν έχει περάσει η μια ώρα που του είχε χαρίσει ο θάνατος. Ακόμα ανατριχιάζω όταν ακούω αυτό το τραγούδι. Το βρήκα στους στίχους.γρ  σε ελληνική μετάφραση. Η πρώτη εκτέλεση που άκουσα και η αγαπημένη μου είναι του Amancio Prada.
O Amancio Prada έχει τραγουδήσει πολλά παραδοσιακά τραγούδια, ισπανικά και γαλικιανά, και ήταν καλός φίλος του Chicho Sánchez Ferlosio. Ο Sánchez Ferlosio ήταν ή τέλος πάντων παρίστανε τον αναρχικό βάρδο, και έχει γράψει και τραγουδήσει πολλά ωραία τραγούδια, όπως το gallo rojo, gallo negro ή το historia de tres amigos που εξυμνεί τρεις αναρχικούς ήρωες. Ήταν γιος του Rafael Sánchez Mazas, του φασίστα που σώζεται στην ταινία (και το βιβλίο) Los Soldados de Salamina, μάλιστα συμμετείχε στην ταινία αυτή παίζοντας το εαυτό του. Τους στρατιώτες της Σαλαμίνας τους είδα πριν 8 χρόνια και ήταν η πρώτη φορά που άκουσα καταλανικά και η καρδιά μου άρχισε να χτυπάει. Την ίδια στιγμή είδα και για πρώτη φορά μια ηθοποιό που μου κάθεται στο λαιμό, την Αριάντνα Ζιλ.

Μια που μιλάμε για κόκκινο και μαύρο, υπάρχει μια άλλη ταινία που εξυμνεί τα φασιστικά ιδεώδη και γυρίστηκε στην Ισπανία λίγο μετά τη Ράθα, το Rojo y negro, η οποία όμως δυσαρέστησε κάποιους και γρήγορα αποσύρθηκε απ' τους κινηματογράφους. Υπάρχει κι αυτή στο γιουτουμπ :  http://www.youtube.com/watch?v=lDvNpQWZ_uE  αλλά δεν κατάφερα να δω πάνω από τέταρτο. Για να μην υπάρχει παρεξήγηση το κόκκινο και το μαύρο του τίτλου αναφέρεται στη σημαία των ισπανών φαλαγγιτών.

Σάββατο 8 Σεπτεμβρίου 2012

Baara (1979) του Souleymane Cissé

Στο Μάλι, στο τέλος της δεκαετίας του 70 ο νεαρός Μπάλλα δουλεύει σαν αχθοφόρος, και κοιμάται σε ένα δωμάτιο με άλλα δέκα άτομα, το ίδιο φτωχά μ'αυτόν. Ένας άλλος νέος άντρας με το ίδιο όνομα αλλά αλλά πολύ πιο ευγενές επώνυμο, δουλεύει σε ένα εργοστάσιο μάλλον σαν υπεύθυνος προσωπικού, έχει αριστερές ιδέες και τον ενοχλεί η διαφθορά και η εκμετάλλευση στη χώρα του. Τέλος ο εργοστασιάρχης ζει μια πολυτελή ζωή σε ένα σπίτι με υπηρέτες, και προσπαθεί να εμποδίσει την εξέγερση των εργατών.

Μπααρά σημαίνει εργασία. Όπως φαίνεται από τον τίτλο, το θέμα της ταινίας είναι η εργασία και η ανεργία, αλλά και η οικονομική κρίση στην οποία βρισκόταν το Μάλι εκείνη την εποχή. Βλέπουμε πχ μια γυναίκα να ψωνίζει φρούτα και να υπόσχεται ότι θα πληρώσει το απόγευμα. Και έξω από ένα μαγαζί (ή κέντρο διανομής τροφίμων) υπάρχει ένα οργισμένο πλήθος που γυρεύει να αγοράσει ρύζι. Είναι χαρακτηριστικό ότι όλοι έχουν οικονομικά προβλήματα, από τη γυναίκα που ο άντρας της την διώχνει απ' το σπίτι μαζί με τα τέσσερα παιδιά τους, μέχρι τον εργοστασιάρχη που έχει χρέη κι αναγκάζει τη γυναίκα του να υπογράψει μια επιταγή.
Κάτι άλλο που μου έκανε εντύπωση είναι ο δυναμικός χαρακτήρας που έχουν οι γυναίκες, που άσχετα με την κοινωνική τους τάξη αισθάνονται αδικημένες απ' τον άντρα τους.

Το Μπααρα μοιάζει πολλές φορές με ντοκιμαντέρ: συχνά βλέπουμε σκηνές από την καθημερινή ζωή στους δρόμους με κοντινά πλάνα στα πρόσωπα των ανθρώπων. Μάλιστα μερικές σκηνές είναι τόσο ρεαλιστικές που μπορεί να είναι κι αληθινές. Πολλές συζητήσεις δεν οδηγούν πουθενά και δεν χρειάζονται καθόλου για την εξέλιξη της υπόθεσης. Και οι χαρακτήρες δεν είναι ούτε τέλειοι ούτε τρισάθλιοι, με εξαίρεση ίσως τον εργοστασιάρχη. Είναι δηλαδή το είδος της ταινίας που μου αρέσει.

Δεν καταλαβαίνω τα πάντα σ'αυτή την ταινία, αφού δε ξέρω σχεδόν τίποτα για το Μάλι και το πολιτικό του σύστημα, ούτε για την κοινωνία. Τουλάχιστον με αφορμή την ταινία βρήκα τη θέση του στο χάρτη.

Σε διαφορετικά σάιτ έχω βρει διαφορετικές ημερομηνίες για την ταινία, το imdb έχει το 1980, ενώ η βικιπαίδεια το 1978.

Πέμπτη 30 Αυγούστου 2012

Les sentiments (2003) της Noémie Lvovsky

Ένα ευκατάστατο ζευγάρι ζει σχετικά απομονωμένο στη γαλλική επαρχία μαζί με τα δυο παιδιά τους μέχρι που στο απέναντι σπίτι φτάνουν οι νέοι γείτονες, ένα νεότερο νιόπαντρο ζευγάρι. Οι γείτονες γνωρίζονται μεταξύ τους, καλούν ο ένας τον άλλον για δείπνο, πάνε πικνίκ, και τελικά δημιουργείται ένα ερωτικό τρίγωνο.
Η υπόθεση δεν έχει κάτι πρωτότυπο, η ταινία είναι ακόμα μια γαλλική κομεντί με θέμα την απιστία, αλλά υπάρχουν μερικές πολύ συμπαθητικές λεπτομέρειες. Όπως ένα πολύ αστείο σκετσάκι που ετοιμάζουν τα παιδιά για τους γονείς τους. Ή τα πολύ ζωηρά χρώματα και κυρίως η πολύχρωμη γκαρνταρόμπα της νεαρής συζύγου. Και το γεγονός ότι μαθαίνουμε τις σκέψεις του πρωταγωνιστή επειδή τις τραγουδάει μια χορωδία εκκεντρικά ντυμένων αντρών και γυναικών. Επίσης βλέπουμε ζωντανά τη φαντασία του κυρίου αυτού: πχ όταν βλέπει τον πισινό της αγαπημένης του, φαντάζεται ένα μπαλόνι με το ίδιο σχέδιο που έχει το παντελόνι της!
Αλλά το καλύτερο είναι μια σκηνή προς το τέλος, όπου ο Ζακ περιγράφει μια κάπως άτσαλη αλλά ρομαντική φαντασίωση του. 
Αυτά και άλλα σκηνοθετικά τρικ, αλλά και η ερμηνεία των ηθοποιών, ειδικά του Jean-Pierre Bacri, κάνουν την ταινία πολύ διασκεδαστική και ανάλαφρη.

Τρίτη 28 Αυγούστου 2012

Kalat Hayam [Jaffa] (2009) και Or (2004) της Keren Yedaya

Η ταινία Γιάφα, ή Νύφη της Θάλασσας, όπως είναι ο ορίτζιναλ τίτλος, περιγράφει την μελοδραματική ιστορία αγάπης ενός ζευγαριού απ' το Ισραήλ. Η κοπέλα, η Μάλι είναι μια ντροπαλή εβραία που δεν έχει καταφέρει να χειραφετηθεί απ' την οικογένειά της (δουλεύει στο οικογενειακό συνεργείο αυτοκινήτων) και ο Τουφίκ είναι (μουσουλμάνος) άραβας που επίσης δουλεύει στο ίδιο συνεργείο μαζί με τον πατέρά του. Οι δυο τους, παρόλο που είναι μαζί πάρα πολλά χρόνια, δεν έχουν αποκαλύψει σε κανέναν τη σχέση τους.  Ένα απ' τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν είναι ο αντιπαθέστατος αδερφός της κοπέλας, ο οποίος τα χει βάλει με τον φίλο της αδερφής του, χωρίς να υποψιάζεται τη σχέση τους. Ακολουθεί ένα τραγικό γεγονός, στο οποίο κανείς δε φταίει, αλλά οι ζωές όλων καταστρέφονται.
Το σενάριο (και ειδικά η συνέχεια που δε γράφω γιατί είναι σπόιλερ) θυμίζει έντονα τούρκικη σειρά απ' αυτές που βλέπει η γιαγιά μου (και βλέπω εγώ καμιά φορά μπας και μάθω τούρκικα). Στην πραγματικότητα όμως είναι εντελώς διαφορετικά. Πρώτον η «Νύφη της θάλασσας» είναι αρκετά ψυχρή σαν ταινία, έχει πολλές σιωπές, πολλούς φυσικού διαλόγους, λίγες και στρατηγικά τοποθετημένες μελοδραματικές σκηνές, και αρκετό μαύρο χιούμορ. Αλλά το καλύτερο είναι η Ρονίτ Ελκαμπέτς, η ηθοποιός που παίζει τη μητέρα της κοπέλας, η οποία παίζει τέλεια (και με ύποπτη φυσικότητα) το χαρακτήρα της ψωνισμένης και κάπως υστερικής μητέρας που θέλει να τα ελέγχει όλα και καταφέρνει να παίρνει με το μέρος της τον καλοπροαίρετο σύζυγό της. Είναι η ασφυκτική της παρουσία που πνίγει τη νεαρή Μάλι, και είναι ένα πρόβλημα μεγαλύτερο κι απ' τη σχέση της με τον Τουφίκ.
Και φυσικά όλα αυτά είναι μια παραβολή για την κατάσταση στο Ισραήλ και για τα προβλήματα με την αραβική μειονότητα.
Είναι επίσης ενδιαφέρον ότι όπως φαίνεται, υπάρχει μια ολόκληρη επιχείρηση με ζευγάρια διαφορετικού θρησκεύματος που ταξιδεύουν στην Κύπρο για να παντρευτούν. Στο Ισραήλ επιτρέπεται μόνο ο θρησκευτικός γάμος, όχι ο πολιτικός, αλλά ένας γάμος που έχει τελεστεί νόμιμα σε άλλο κράτος αναγνωρίζεται σαν νόμιμος και στο Ισραήλ. Ακούγεται λίγο γελοίο, αλλά φαντάζομαι ότι αυτή η κατάσταση έχει φέρει αρκετό συνάλλαγμα σε γειτονικές χώρες.


Στην ταινία Ορ (My treasure) έχουμε τις ίδιες ηθοποιούς (Ρονίτ Ελκαμπετς και Ντανά Ιβγκί) και πάλι σε ρόλο μάνας και κόρης. Μόνο που αυτή η ταινία είναι αρκετά πιο απαισιόδοξη. Η Ορ ζει με την ουσιοεξαρτώμενη μαμά της σε ένα διαμέρισμα. Η μαμά είναι πόρνη, δουλεύει στο πεζοδρόμιο και η κόρη της κάνει τα πάντα για την εμποδίσει. Θέλει να ζήσουν σαν φυσιολογική οικογένεια. Η ίδια είναι είναι μια φυσιολογική κοπέλα, με όρεξη για ζωή και πολλές παρέες. Όμως η κοινωνία την έχει ήδη στιγματίσει όπως και τη μητέρα της.
Η «Ορ» είναι μια πιο ρεαλιστική ταινία, χωρίς μελοδραματισμούς, και όπως είναι φυσικό ασκεί κριτική στην υποκριτική και βαθιά πατριαρχική ισραηλινή κοινωνία. Και είναι αρκετά αποστασιοποιημένη, δε σου χτυπάει στη μούρη δυστυχισμένες τίμιες γυναίκες που εξαναγκάζονται από κακούς νταβατζήδες να βγουν στο πεζοδρόμιο, ούτε υπάρχουν βάναυσες σκηνές με σαδιστικούς πελάτες για να συγκινήσουν το θεατή. Αντίθετα παρουσιάζεται η καθημερινότητα, η μπαναλιτέ της ζωής στο περιθώριο και της πоρνείας.

Και όπως και στη Νύφη της Θάλασσας, στο επίκεντρο βρίσκεται η καταστροφική σχέση μάνας και κόρης. Μια σχέση εξάρτησης που ευνουχίζει την κόρη. Αυτά βέβαια παραείναι φροϋδικά για το δικό μου γούστο, και δε ξέρω αν συμφωνώ με την προσέγγιση της Γιενταγιά στην κοινωνική (και πολιτική) της κριτική. Όμως και οι δυο ταινίες είναι αγαπημένες.

Έμαθα και κάτι πολύ χρήσιμο απ' το «Ορ»: πώς να κάνεις ντουζ και να πλένεις τα ρούχα σου ταυτόχρονα, καταπληκτική ιδέα όταν δε σου περισσεύει ούτε νερό ούτε απορρυπαντικό ούτε χρόνος.

Για την Ντανά Ιβγκί (Dana Ivgy) είχα ξαναγράψει. Είναι κόρη του καταξιωμένου ισραηλινού ηθοποιού Moshe Ivgy, και παίζει συχνά το ρόλο της κόρης, ίσως λόγω αναστήματος. Έχει βέβαια και παιδικό πρόσωπο και κάπως παιδική γλώσσα σώματος.

Η Ρονίτ Ελκαμπέτς (Ronit Elkabetz) είναι μια θεά του ισραηλινού κινηματογράφου. Έχει παίξει στις μισές περίπου ισραηλινές ταινίες που έχω δει. Σχεδόν πάντα παίζει τον ίδιο χαρακτήρα: της υστερικής, της σκύλας, της περπατημένης, της αισθησιακής γυναίκας, της μέγαιρας. Ίσως να παίζει τον εαυτό της, πάντως εγώ την λατρεύω κι ελπίζω να καταφέρω να της κάνω ένα αφιερωματάκι.

Παρασκευή 24 Αυγούστου 2012

Ο Οσάμα και τα κορίτσια που ντύνονται αγόρια

Η ταινία Osama (2003) του Siddiq Barmak φαίνεται ότι είναι η πρώτη ταινία που γυρίστηκε στο Αφγανιστάν μετά την πτώση των ταλιμπάν, με τη βοήθεια μάλιστα του Μαχμαλμπάφ. Περιγράφει την τραγική ιστορία ενός φτωχού κοριτσιού που για να θρέψει την οικογένειά του αναγκάζεται να μεταμφιεστεί σε αγόρι. Το κορίτσι είναι φτωχό, αλλά είναι κόρη γιατρίνας (ή νοσοκόμας), απλά οι ταλιμπάν απαγόρευσαν στις γυναίκες να δουλεύουν νόμιμα στα νοσοκομεία, και η μαμά δε βρίσκει δουλειά. Έτσι η γιαγιά σε μια απ' τις ωραιότερες σκηνές της ταινίας, προτείνει στην εγγονή της να ντυθεί αγόρι γιατί «ένας ξυρισμένος άντρας με γυναικεία ρούχα είναι ίδιος με γυναίκα, και μια γυναίκα με κοντά μαλλιά και αντρικά ρούχα είναι ίδια με άντρα». Ακολουθούν δυσάρεστες σκηνές όπου το κοριτσάκι, μεταμφιεσμένο πλέον σε αγόρι με το όνομα Οσάμα, κλαψουρίζει και υπακούει σε διαταγές.
Γενικά μου άρεσε η ταινία ειδικά στην αρχή, και ειδικά η σκηνοθεσία . Δυο πράγματα όμως με ενόχλησαν. Το πρώτο είναι η απεικόνιση των ταλιμπάν. Είναι κακοί, διεφθαρμένοι και διεστραμμένοι, και εμφανίζονται στο τέλος κάθε σκηνής, δυσκολεύοντας τη ζωή των «καλών». Δηλαδή πάει η μαμά στο νοσοκομείο, μπουκάρουν οι ταλιμπάν και πρέπει να κρυφτεί.. Γίνεται γάμος, μπουκάρουν οι ταλιμπάν και οι καλεσμένες πρέπει να φορέσουν στα γρήγορα τις μπούρκες. Δουλεύει το παιδί στο μπακάλικο, έρχεται ένας ταλιμπάν και το παίρνει με το ζόρι. Δεν είμαι οπαδός της ιδεολογίας τους, αλλά αυτό το μαύρο άσπρο αλλά και η επανάληψη του ίδιου μοτίβου κουράζει, και όπως και να το κάνουμε οι ταλιμπάν δεν ήταν η πηγή όλως των κακών, ούτε τόσο πανίσχυροι και πανταχού παρόντες, όπως αφήνει να εννοηθεί η ταινία.

Αλλά υπάρχει κι ένα θέμα, πιο πολύπλοκο, η παρουσίαση του κοριτσιού που μεταμφιέζεται σε αγόρι. Υπάρχει ακόμα μια ταινία με θέμα τη μεταμφίεση Αφγανής σε αγόρι για να βρει δουλειά, είναι η «Βροχή» του Ματζιντί. Η «Βροχή» και η «Οσάμα» έχουν ένα κοινό: δεν τα βγάζουν με τίποτα πέρα σαν άντρες, και ενώ η Μπαράν σώζεται χάρη στη βοήθεια ενός αυθεντικού αγοριού, την Οσάμα δεν τη σώζουν ούτε οι φιλότιμες προσπάθειες του μικρού φίλου της που έχει αναλάβει να την προστατεύει.
Φαίνεται ότι στο Αφγανιστάν υπάρχει το πατροπαράδοτο έθιμο των «μπατσά πος» σύμφωνα με το οποίο μια οικογένεια που δεν έχει ευλογηθεί με γιο (ή με αρκετούς γιους), ντύνει μια κόρη σαν αγόρι και το κορίτσι παίρνει τον κοινωνικό ρόλο του αγοριού, συνήθως μέχρι να μπει στην εφηβεία και να παντρευτεί. Το έθιμο αυτό φαίνεται να είναι αρκετά διαδεδομένο, αλλά έγινε παγκοσμίως γνωστό όταν μια Αφγανή βουλευτίνα «παραδέχτηκε» στους δημοσιογράφους ότι η μικρότερη κόρη της ζει σαν αγόρι: Η κυρία Azita Rafhat, δεύτερη σύζυγος του (άνεργου) ξαδέρφου της έκανε τέσσερις κόρες, και ο σύζυγος φαίνεται ότι ήταν έτοιμος να παντρευτεί για τρίτη φορά, μέχρι που η μετατροπή της μικρής του κόρης σε μπατσέ πος επέφερε την οικογενειακή γαλήνη. Ένα σύντομο ντοκιμαντέρ του BBC για την ευτυχισμένη αυτή οικογένεια, αλλά και για άλλες τέτοιες περιπτώσεις  μπορεί να δει κανείς εδώ: http://www.youtube.com/watch?v=TY9od2yuNVk (Εκτός των άλλων στο ντοκιμαντέρ φαίνονται και οι κυριλάτες γειτονιές της Καμπούλ, με τα μολ τους, τις πολυκατοικίες  και τις μοντέρνες κοπέλες που φοράνε κιτς δυτικότροπα ρούχα)
Επίσης μπορεί κανείς να διαβάσει μερικά (λίγα είναι η αλήθεια) άρθρα για το θέμα. Το πρόβλημα είναι ότι δεν έχω δει και πολλές σοβαρές πηγές, τα περισσότερα ρεπορτάζ απλά αναμασούν τα ίδια και τα ίδια, ακόμα και το άρθρο στη βικιπαίδεια μοιάζει πρόχειρα γραμμένο και όχι ιδιαίτερα έγκυρο.
Μερικά άρθρα που μου άρεσαν, και που μάλλον είναι οι πηγές για τα υπόλοιπα:
http://www.womensviewsonnews.org/2012/03/raising-daughters-as-sons-in-afghanistan/
http://www.nytimes.com/2010/09/21/world/asia/21gender.html?pagewanted=all


Η μεγάλη μου απορία είναι πώς αντέδρασαν οι ταλιμπάν σ'αυτή τη συνήθεια. Από τα λίγα που κατάφερα να βρω φαίνεται ότι μάλλον σκασίλα τους.. Αυτή η πρακτική υπήρχε για αιώνες και θα συνεχίσει να υπάρχει. Μάλιστα ενώ στις δυο ταινίες οι οικογένειες παίρνουν την απόφαση να μεταμφιέσουν τα κορίτσια τους επειδή βρίσκονται σε απόγνωση (δεν θα επιβίωναν αλλιώς), στα ρεπορτάζ οι γονείς ανέφεραν άλλους λόγους, αρκετά πιο μπανάλ, πχ οι «συγγενείς μας περιφρονούσαν που δεν είχαμε γιο», «κάποιος έπρεπε να βοηθά τον πατέρα στα ψώνια», «ο (πραγματικά αρσενικός) γιος μας καλό θα ήταν να έχει έναν αδερφό».. Οι συγγενείς και οι φίλοι ξέρουν την πραγματικότητα, αλλά ..δεν τρέχει και τίποτα.

Εντελώς τυχαία έπεσε πρόσφατα στα χέρια μου και ένα βιβλίο σε ηλεκτρονική μορφή, γραμμένο από μια νέα γυναίκα που οι συνθήκες την ανάγκασαν να προσποιηθεί ότι είναι αγόρι για περίπου 10 χρόνια. Είναι πολύ ωραίο και το συστήνω ανεπιφύλακτα, κυρίως επειδή περιγράφει πολύ ζωντανά και με περισσότερη ειλικρίνεια απ' ότι οι ταινίες τη ζωή στο Αφγανιστάν από τότε που άρχισε ο πόλεμος γύρω στο 90, μέχρι πρόσφατα. Και περιγράφει αρκετά πειστικά το μπέρδεμα του κοριτσιού με τις δυο ταυτότητές της. Δυστυχώς δε ξέρω αν κυκλοφορεί στο διαδίκτυο σε άλλη γλώσσα εκτός απ' τα καταλανικά, πάντως ο τίτλος του είναι El secret del meu turbant (Το μυστικό του τουρμπανιού μου) και το όνομα της κοπέλας είναι Nadia Ghulam.
Στο βιβλίο αυτό, όπως και στα ρεπορτάζ και στο ντοκιμαντέρ, τα κορίτσια δεν το έβαλαν κάτω με το πρώτο σκυλάκι που γάβγισε, ούτε χρειάστηκαν ένα αρσενικό να τις σώσει απ' τα αξεπέραστα εμπόδια της αγορίστικης ζωής. Τα κατάφεραν μόνες τους, τόσο καλά, που δεν ήθελαν να ξαναγυρίσουν στον παλιό τους ρόλο σαν γυναίκες.

Τέλος στο Αφγανιστάν υπάρχει κι ένα άλλο έθιμο πολύ πιο μελετημένο, των Bacha bazi , των αγοριών-σκλάβων που χορεύουν και τέλος πάντων ικανοποιούν και με άλλους τρόπους τα αφεντικά τους. Στην ταινία The Kite Runner βλέπουμε ένα τέτοιο αγόρι (φυσικά τα αφεντικά του είναι ταλιμπάν).

Άπειρη λοιπόν η ανθρώπινη ηλιθιότητα, και όσο ζω δεν παύει να με εκπλήσσει με την ποικιλομορφία της.

Δευτέρα 4 Ιουνίου 2012

Ο Ίκαρος και οι σοφοί [Икар и мудрецы]

Επειδή μάλλον θα λείψω απ' το μπλογκ αρκετό καιρό, θα ήθελα να αφήσω μια αισιόδοξη ταινία: Ο «Ίκαρος και οι σοφοί» είναι ένα σοβιετικό καρτούν του Χιτρούκ , και δεν έχει μεγάλη σχέση με το γνωστό μας μύθο του Ικάρου.

Οι υπότιτλοι δεν χρειάζονται και πολύ. Πάντως οι παροιμίες που εμφανίζονται στα λατινικά δεν είναι ίδιες μ'αυτές που λέει ο αφηγητής και που μεταφράζονται από κάτω, είναι όμως παρόμοιες, και μιλάνε για σύνεση, επιφυλακτικότητα, έλλειψη πρωτοβουλίας, και υποταγή. Οι λατινικές παροιμίες είναι μαζεμένες στο άρθρο της βικιπαίδειας για το φιλμάκι, με εξήγηση (στα ρώσικα).
Παραδείγματα :
Qvod licet Jovi, non licet bovi (Ότι επιτρέπεται στο Δία, δεν επιτρέπεται στο βόδι)
Quo altior grapus tanto profundior casus (Όσο πιο ψηλά ανεβαίνεις τόσο πιο βαθιά θα πέσεις)
Bene qui stat non moveatur (Όποιος κάθεται καλά ας μην κουνιέται)

Τρίτη 29 Μαΐου 2012

Ο Κυανοπώγων, ο κύριος Landru και οι γυναίκες

Σε ένα προηγούμενο ποστ είχα γράψει για κινηματογραφικές μεταφορές του μύθου του Κυανοπώγωνα. Από τότε όμως έχω δει ακόμα δυο ταινίες που σχετίζονται με το μύθο, αν και θα έλεγα ότι σχετίζονται μάλλον επιδερμικά.

Η πρώτη είναι το Bluebeard's Eighth Wife του Ernst Lubitsch που γυρίστηκε το 1938. Εδώ ο πολυεκατομμυριούχος κύριος Μπράντον έχει ήδη παντρευτεί 7 φορές πριν γνωρίσει την όγδοη και μοιραία Νικόλ, αλλά δεν έχει σκοτώσει τις προηγούμενες συζύγους του, απλά τις έχει χωρίσει. Γενικά έχει ελάχιστα κοινά με τον ήρωα του παραμυθιού, αν και παραδόξως διατηρείται η παράδοση που τον θέλει να μην ολοκληρώνει τον τελευταίο γάμο του, και μεγάλο μέρος της ταινίας περιγράφει τις αποτυχημένες του προσπάθειες να κάνει σεξ με τη Νικόλ. Το στοιχείο της έλλειψης σεξουαλικής συνεύρεσης του Κυανοπώγωνα με την τελευταία σύζυγο δεν υπάρχει στο παραμύθι του Περώ- βέβαια δε ξέρω αν υπάρχει σε άλλες εκδοχές του μύθου, υπάρχει όμως σε όλες τις κινηματογραφικές μεταφορές που έχω δει. Πάντως το θέμα αυτής της ταινίας είναι να μάθει ο κακομαθημένος επιχειρηματίας να αγαπάει τη γυναίκα του και να σέβεται το θεσμό του γάμου. Είναι αρκετά ευχάριστη κωμωδία, εγώ τουλάχιστον γέλασα πολλές φορές.

Η δεύτερη είναι ο Κύριος Βερντού (Monsieur Verdoux) του Τσάρλι Τσάπλιν που βασίζεται στην αληθινή ιστορία του Henri Landru, ενός Γάλλου απατεώνα που έβαζε αγγελίες στις εφημερίδες με τις οποίες ζητούσε μια χήρα για γάμο, κι έτσι κατάφερε να παρασύρει 10 γυναίκες στο σπίτι του, όπου φαίνεται ότι τις σκότωσε και εξαφάνισε τα πτώματά τους. Στην ταινία του Τσάπλιν, ο Βερντού παντρεύεται πρώτα τα θύματά του, και μετά τις σκοτώνει, αφού πρώτα καταφέρει να βάλει χέρι στην περιουσία τους. Αντίθετα όμως με το Λαντρί, ο ήρωάς μας έχει μια πρώτης τάξεως δικαιολογία για το έγκλημά του: για 30 χρόνια ήταν υπάλληλος τράπεζας, και τον απέλυσαν, πως να θρέψει ο καημένος την ανάπηρη (πρώτη) γυναίκα του και το γιο τους; Κριτική για τον καπιταλισμό υπάρχει και σε πολλά άλλα σημεία της ταινίας, από την κυρία που φέρεται άσχημα στην υπηρέτρια, μέχρι τη φτωχιά κλέφτρα που ανεβαίνει κοινωνικά όταν γνωρίζει έναν κατασκευαστή όπλων.
Καταδικάζετε εμένα ενώ εσείς έχετε σκοτώσει χιλιάδες ανθρώπους με τα όπλα μαζικής καταστροφής, λέει ο Βερντού στο δικαστήριο, μπροστά σε σας είμαι ένας ερασιτέχνης.

Από τη μία συμφωνώ με τον κύριο, η υποκρισία της κοινωνίας είναι τραγική, ειδικά στην περίπτωση του πολέμου, που μας τον πουλάνε και σαν ηρωικό από πάνω. Απ' την άλλη, είναι τα μεγάλα «νόμιμα» εγκλήματα δικαιολογία για τα μικρά (όπως η δολοφονία μιας ή δέκα γυναικών);

Παρεμπιπτόντως κάπου διάβασα ότι στους φόνους γυναικών, στο 50% των περιπτώσεων δολοφόνος είναι ο σύζυγος ή εραστής του θύματος. Σε καιρό ειρήνης υποθέτω.

 Ο κύριος Βερντού μου θυμίζει το Βόιτσεκ, που κάποια στιγμή μην αντέχοντας τις ταπεινώσεις που δέχεται καθημερινά, ξεσπάει και σφάζει τη γυναίκα του. Ακόμα μου θυμίζει μια σκηνή απ΄την ταινία Έθνος Χωρίς Γυναίκες, όπου οι φτωχοί εξεγείρονται, κι αφού επικρατήσουν ένας απ' αυτους λέει «Ας βιάσоυμε τώρα τη σκύλα τη γυναίκα των πλουσίων».

Πολλές φορές έχω ακούσει και διαβάσει ότι η φτώχεια/η ανισότητα/ο καπιταλισμός/το χ και το ψ φταίει για τη βία κατά των γυναικών (ή αντίστοιχα άλλων κοινωνικών ομάδων). Έχω διαβάσει επίσης κείμενα που υποστηρίζουν ότι η πατριαρχία ευθύνεται για όλα (τον καπιταλισμό, τη βία, τους πολέμους).
Χμ.

Όπως το δει κανείς. Πάντως η ταινία του Τσάπλιν μου άφησε μια πολύ ξινή γεύση.

Δευτέρα 30 Απριλίου 2012

Marmoulak [The lizard] (2004) του Kamal Tabrizi


Ο Ρεζά, ένας διαρρήκτης που έχει το παρατσούκλι «σαύρα» επειδή έχει την (χρήσιμη για το επάγγελμά του) ικανότητα να σκαρφαλώνει τοίχους, συλλαμβάνεται μετά από μια αποτυχημένη ληστεία. Στη φυλακή μπαίνει στο μάτι του τυραννικού νέου διοικητή που αποφασίζει να τον σωφρονίσει με το ζόρι, και του κάνει διάφορα ψυχολογικά καψόνια. Ο Ρεζά όμως δεν το βάζει κάτω. Όταν βρίσκει την ευκαιρία κλέβει τα άμφια του μουλά της φυλακής και μεταμφιεσμένος το σκάει στον ελεύθερο κόσμο. Συνειδητοποιεί ότι τα ρούχα αυτά είναι η καλύτερη προστασία του από την αστυνομία και μπλέκεται σε διάφορες χιουμοριστικές καταστάσεις, ενώ κάποια στιγμή καταλήγει να «μουλάς του χωριού» σε ένα ξεχασμένο χωριό κοντά στα σύνορα.

Ο Kamal Tabrizi δεν είναι σινεφίλ σκηνοθέτης και μ' αυτή την κάπως χοντροκομμένη κωμωδία δεν απευθύνεται σε καμιά περίπτωση στους ξένους κριτικούς, αλλά στους κατοίκους της χώρας του. Με την ταινία του προσπαθεί να μεταφέρει κάποια μηνύματα, όπως ότι η θρησκεία πρέπει να εκσυγχρονιστεί για να κερδίσει το λαό, ότι υπάρχουν πολλά μονοπάτια που οδηγούν στο θεό (όχι μόνο το επίσημο), ότι οι άνθρωποι εξημερώνονται μόνο με το καλό. Η εξημέρωση αυτή δεν έχει σχέση με καμιά μανία του Κορανιού για υποταγή, αλλά είναι μια λέξη που ένας «σοφός» μουλάς διαβάζει στο Μικρό Πρίγκηπα του Εξιπερί. Με λίγα λόγια ο Ταμπριζί ήθελε να προτείνει στους άρχοντες να βάλουν λίγο νερό στο κρασί τους, αν θέλουν να κρατήσουν τη θέση τους. Μάλλον μάταια, αφού η ταινία που έγινε μπλοκμπάστερ, γρήγορα αποσύρθηκε λόγω αντιδράσεων από τον κλήρο.

Βασικά υπάρχουν πολλά στοιχεία που δικαιολογούν την απαγόρευση της ταινίας, και είναι άξιο απορίας πώς πήρε αρχικά άδεια να προβληθεί. Μερικά πράγματα που σκανδαλίζουν:
Ο Ρεζά ξέρουμε ότι είναι μεταμφιεσμένος, παρόλα αυτά είναι κάπως σοκαριστικό να βλέπεις έναν μουλά να κλέβει, να βλαστημά, να λέει ψέματα, να κυνηγάει γυναίκες, και δύσκολο να μην σου περάσει απ' το μυαλό ότι κάποιοι κληρικοί τα κάνουν αυτά στην πραγματικότητα.
Ο «σοφός μουλάς» τον οποίο ανέφερα προηγουμένως, όχι μόνο εμπνέεται από δυτικά βιβλία, αλλά ουσιαστικά δίνει την ευκαιρία στο Ρεζά να αποδράσει. Ταυτόχρονα κάποιοι τηλεοπτικοί μουλάδες μιλάνε για θέματα που απασχολούν την νεολαία όπως το «Παλπ Φίξιον» του Ταραντίνο.
Ο Ρεζά εξαιτίας της ασχετοσύνης του με τα θρησκευτικά κάνει μερικά περίεργα κηρύγματα και γενικά αυτά που κάνει μες το ναό αντί για τις σωστές τελετές, πιθανώς να είναι ιεροσυλία. Όμως σιγά σιγά τα κηρύγματά του αποκτούν κάποιο νόημα, κι ο ίδιος γίνεται «καλός παπάς». Είναι σαν να υπονοείται ότι ακόμα και να είσαι απατεώνας και ελάχιστα θρησκευόμενος, μπορείς να επιτελέσεις σωστά το αξιοσέβαστο λειτούργημα του μουλά.
Πέρα από τον κλήρο, ο διοικητής των φυλακών είναι πολύ σαδιστής, ένας πολιτικός είναι διεφθαρμένος, το χωριό είναι στο έλεος μιας μαφιόζικης συμμορίας. Αυτά από μόνα τους δεν ξέρω αν θα ενοχλούσαν σε μια ανάλαφρη κομεντί, αλλά μέσα στο όλο πολιτικό κλίμα της ταινίας, δίνουν μια αρνητική χροιά στην εξουσία.

Τελικά δε ξέρω αν είναι το Μαρμουλάκ μια τολμηρή πολιτική ταινία ή μια αφελής προσπάθεια να συμβιβαστούν  τα ασυμβίβαστα. Πάντως στο στιλ θυμίζει λίγο ελληνική κωμωδία με τον Κωνσταντάρα ή τέλος πάντων κάτι παρόμοιο αυτής της εποχής. Οκ, ίσως και να την αδικώ. Υπάρχει ολόκληρη στο youtube.

Ο Parviz Parastui , που εδώ υποδύεται το λαϊκό ληστή, στην «Ιτιά» του Ματζιντί έπαιζε τον τραγικό διανοούμενο που βρίσκει το φως του, αλλά χάνει το θεό. Απίστευτο!


Πέμπτη 26 Απριλίου 2012

Fontane - Effi Briest (1974) του Rainer Werner Fassbinder

Το μυθιστόρημα του Theodor Fontane «Effi Briest» γράφτηκε στο τέλος του 19ου αιώνα και είναι ένα από τα δημοφιλέστερα μυθιστορήματα της γερμανικής λογοτεχνίας. Η ηρωίδα του η Έφη είναι η μοναδική κόρη μιας ευκατάστατης οικογένειας. Στα 17 της παντρεύεται τον βαρόνο von Innstetten, ο οποίος πριν 20 χρόνια ήταν ερωτευμένος με τη μητέρα της- και η μητέρα της ήταν ερωτευμένη, αλλά όταν εμφανίστηκε στο προσκήνιο ο πλουσιότερος και ωριμότερος κύριος Μπριστ, διάλεξε σοφά να παντρευτεί αυτόν που θα της εξασφάλιζε μια καλύτερη ζωή. Τα πράγματα όμως άλλαξαν και ο βαρόνος είναι τώρα πολύ πιο πλούσιος, και είναι και βαρόνος. Αν τον παντρευτείς, λέει η κυρία Μπριστ στην κόρη της, θα είσαι στα 17 σου ανώτερη κοινωνικά απ' ότι εγώ στα 40 μου. Η Έφη στον νεανικό ενθουσιασμό της (για κοινωνική καταξίωση) δέχεται να παντρευτεί. Όμως ο γάμος αυτός δεν θα είναι επιτυχημένος.
Στο μυθιστόρημα του Φοντάνε δεν υπάρχουν σκληροί και ύπουλοι άνθρωποι ούτε έντονα πάθη, όλοι έχουν καλές προθέσεις και προσπαθούν να κάνουν αυτό που θεωρούν σωστό, απλά κάτι πάει στραβά. Ο συγγραφέας όμως δε μας δίνει απαντήσεις στο τι ή ποιος έφταιξε.

Η ταινία του Φασμπίντερ είναι αρκετά πιστή στο πρωτότυπο, νομίζω μάλιστα ότι οι διάλογοι έχουν μεταφερθεί αυτούσιοι απ' το βιβλίο, και ανάμεσα στις σκηνές ο ίδιος ο σκηνοθέτης διαβάζει αποσπάσματα του βιβλίου. Δεν έχει γίνει καμιά προσπάθεια να εκσυγχρονιστεί η ιστορία, ούτε κρίνονται οι πράξεις των ηρώων.
Πάντως η ταινία είναι (προφανώς) αρκετά παράξενη και δε θυμίζει σε πολλά τις συνηθισμένες ταινίες εποχής, αν και τα κουστούμια είναι πολύ ωραία, και η ασπρόμαυρη φωτογραφία επίσης. Πρώτα απ' όλα οι ηθοποιοί μιλάνε άψυχα, και μερικές φορές μοιάζει σαν να απαγγέλλουν. Μετά οι σκηνές είναι σύντομες και έχουμε και το voice-over αλλά και γραπτά κείμενα ανάμεσα τους. Έχουμε και συμβολισμούς όπως οι καθρέπτες που συχνά βλέπουμε ολόκληρους διαλόγους μόνο μέσα από καθρέπτες. Παρεμπιπτόντως, από διαλόγους άλλο τίποτα.

Προσωπικά μου άρεσε πάρα πολύ η ταινία, και το μόνο που θα ήθελα ήταν μια πιο νεανική και αυθόρμητη Έφη, γιατί ενώ όλοι λένε ότι είναι ένα άγριο και παθιασμένο πλάσμα, στην πραγματικότητα η Hanna Schygulla είναι ψυχρή. Μου έλειψε και λίγο συναίσθημα ειδικά προς το τέλος. Βέβαια δε μπορώ να πω πως θα φανεί η ταινία σε κάποιον που δεν είναι εξοικειωμένος με το βιβλίο και δε ξέρω τι παίζει με τους υπότιτλους, γιατί οι διάλογοι είναι πολλοί και δύσκολοι και δε ξέρω αν είναι καλά μεταφρασμένοι ή κατανοητοί. Πάντως εγώ τους έχασα από το πρώτο λεπτό και προτιμούσα να ακούω  κατευθείαν τα γερμανικά που κουτσά στραβά τα καταλαβαίνω.






Η Έφη Μπριστ, όπως ξέρει κάθε Γερμανός (είναι σπόιλερ), λίγο καιρό μετά την αποκάλυψη της μοιχείας της και το χωρισμό της από το σύζυγο και το παιδί της, πεθαίνει μετανιωμένη. Αντίθετα όμως με την τέχνη που σκοτώνει τις μοιχαλίδες και όποιον άλλο τολμάει να τα βάλει με τις νόρμες της κοινωνίας, η ίδια η κακούργα κοινωνία είναι πολλές φορές πιο μεγαλόψυχη: η Elisabeth von Plotho, η ιστορία της οποίας ενέπνευσε τον Φοντάνε για να γράψει την «Έφη Μπριστ», πέθανε το 1952 σε ηλικία 99 χρονών! Μετά το διαζύγιο της, δούλεψε σαν νοσοκόμα και φαίνεται ότι έζησε μια σχετικά άνετη ζωή και δε μετάνιωσε για την εξωσυζυγική σχέση της.

Δευτέρα 23 Απριλίου 2012

Fëmijët e saj [Her Children] (1957) του Hysen Hakani

Μια γυναίκα πηγαίνει ένα παιδάκι στο γιατρό για το εμβόλιο του. «Είναι η μητέρα του;» ρωτάει η νοσοκόμα. Όχι λέει ο γιατρός και της διηγείται την τραγική ιστορία της.
Αυτή η ταινία μόλις 14 λεπτών είναι σύμφωνα με τη βικιπαίδεια η πρώτη ταινία μικρού μήκους της Αλβανίας (!). Δεν βρήκα και πολλές πληροφορίες στο ίντερνετ αλλά είναι σχεδόν προφανές ότι πρόκειται για προπαγανδιστικό φιλμάκι που θέλει να πείσει τους χωρικούς να εμπιστευτούν την επίσημη ιατρική και όχι τα γιατροσόφια. Παρόλα αυτά έχει αρκετό ενδιαφέρον και ηθογραφικά, και σαν ταινία, ειδικά στις σκηνές με την μάγισσα.
Κυκλοφορεί και στο youtube, (χωρίς υπότιτλους, αλλά δεν χρειάζονται), όμως βρέθηκε δε ξέρω πως  στο σκληρό μου δίσκο σε σχετικά καλή ποιότητα.

Η μάγισσα

Σάββατο 21 Απριλίου 2012

Heydar, yek Afghani dar Tehran [Heydar, An Afghan in Tehran] (2005) του Babak Jalali


Σ' αυτήν την ταινία μικρού μήκους, ο Χεϊντάρ, ένας Αφγανός μετανάστης, δουλεύει σαν υπηρέτης στο σπίτι ενός ηλικιωμένου ευκατάστατου Ιρανού. Το αφεντικό του, που δεν το βλέπουμε καθόλου, είναι ιδιότροπος και τσιγκούνης, και περιμένει πότε ο γιος του θα έρθει να τον πάρει για τη Σουηδία.
Αυτή η πρώτη ταινία του Τζαλαλί έχει πολλά κοινά με το Frontier Blues,  αν και είναι πολύ πιο λιτή, αφού όλες σχεδόν οι σκηνές διαδραματίζονται μέσα στο πολυτελές αλλά μάλλον εγκαταλειμμένο σπίτι στην Τεχεράνη. Ο Χεϋντάρ όπως κι ένας από τους ήρωες του Frontier Blues προσπαθεί να μάθει αγγλικά με κασετόφωνο, κάτι που προφανώς συμβολίζει την επιθυμία του να φύγει.  Η κάμερα είναι αυστηρά καθηλωμένη, και τα επεισόδια από τη ζωή του πρωταγωνιστή παρουσιάζονται νατουραλιστικά, χωρίς να έχουμε ιδιαίτερη εξέλιξη. Μ' αυτή την ένοια θυμίζει ίσως και τη «Νεκρή Φύση» του Sohrab Shahid Saless.

Παρεμπιπτόντως υποψιάζομαι ότι ο Χεϋντάρ όπως και οι υπόλοιποι Αφγανοί του έργου δεν είναι στην πραγματικότητα Αφγανοί. Πρώτον είναι αρκετά γεροδεμένοι και δεύτερον μιλάνε πολύ καθαρά φαρσί, ώστε ακόμα κι εγώ να καταλαβαίνω τους μισούς διαλόγους. Βέβαια όλα αυτά έχουν μικρή σημασία.

Παρασκευή 20 Απριλίου 2012

Frontier Blues (2009) του Babak Jalali

Βρισκόμαστε στην απόμακρη επαρχία Golestan, στα σύνορα του Ιράν με το Τουρκμενιστάν, όπου ζει και μια μειονότητα Τουρκμένων και η ταινία παρακολουθεί στιγμιότυπα από τη ζωή κάποιων κατοίκων της επαρχίας: Ένας άεργος και μάλλον διανοητικά καθυστερημένος νέος ζει με το θείο και το ..γάιδαρό του στην πρωτεύουσα (το Γκοργκάν) και περνάει τον ελεύθερό του χρόνο μαζεύοντας πινακίδες οχημάτων, ο θείος του βαριέται τη δουλειά στο κατάστημα ρούχων του, ένας νέος Τουρκμένος εργάτης σε ορνιθοτροφείο προσπαθεί να μάθει Αγγλικά με σκοπό να παντρευτεί μια κοπέλα και να φύγει απ' το Ιράν, ένας Τουρκμένος βάρδος ποζάρει για έναν φωτογράφο από την Τεχεράνη που θέλει να αναδείξει την «αυθεντική τουρκμένικη κουλτούρα».
Αντίθετα με τον Κιαροστάμι, ο Τζαλαλί δεν παρουσιάζει την ιρανική επαρχία σαν πηγή σοφίας για τον αλλοτριωμένο πρωτευουσιάνο, ούτε την παρουσιάζει σαν εξωτικό χώρο γεμάτο μαγεία όπως ο Μαχμαλμπάφ. Αντίθετα τονίζει την ανία και την έλλειψη προοπτικών για τους νέους, τη μιζέρια της καθημερινότητας, ενώ οι παραδόσεις δεν παίζουν σημαντικό ρόλο (αντίθετα με ότι θα ήθελαν να πιστεύουν πολλοί ρομαντικοί αστοί) και σιγά σιγά χάνονται.
Οι ήρωες είναι μοναχικά, αξιολύπητα άτομα, και ο σκηνοθέτης τους βλέπει άλλοτε με συμπάθεια, κι άλλοτε με κυνισμό. Πέρα από τις κωμικοτραγικές καταστάσεις, το σημαντικότερο στην ταινία είναι η φωτογραφία που είναι πολύ ωραία, ειδικά στα τοπία στη στέπα όπου τριγυρίζουν ο φωτογράφος με το βάρδο. Το Frontier Blues έχει ακόμα κάτι ωραίο για μένα: η κάμερα μένει συχνά ακίνητη, ενώ οι ήρωες μας κοιτάζουν πολλές φορές κατάματα, και μοιάζει σαν να απευθύνονται σε μας.
Γενικά είναι μια ενδιαφέρουσα ταινία με μοναδικό μειονέκτημα (για μένα πάντα) ότι και οι καταστάσεις και το χιούμορ της δεν είναι ιδιαίτερα πρωτότυπα.

     

Κάποιες σκηνές είναι αρκετά τολμηρές κι αναρωτιέμαι αν κατάφεραν να περάσουν την λογοκρισία. Θυμάμαι μια συνέντευξη όπου η Bani- Etemad διηγούνταν ότι όταν ένας λογοκριτής της είπε να αφαιρέσει κάποιες σκηνές από την ταινία της για να πάρει άδεια, εκείνη του απάντησε ότι θα περιμένει μέχρι αυτός να μετατεθεί σε άλλη δημόσια υπηρεσία, και μέχρι να βρεθεί άλλος πιο ελαστικός υπάλληλος που να επιτρέψει την ταινία ολόκληρη. Έτσι και έγινε. Οι υπέυθυνοι για την λογοκρισία είναι συχνά δημόσιοι υπάλληλοι χωρίς εξειδίκευση, τον επόμενο χρόνο μπορεί να τους αναθέσουν να σκουπίζουν λάμπες.





Πέμπτη 19 Απριλίου 2012

Τσιμαμάντα Αντίτσι: ο κίνδυνος της μονοσήμαντης ιστορίας


Εντελώς τυχαία βρήκα το παραπάνω βιντεάκι (υπάρχει και με υπότιτλους στα ελληνικά εδώ) όπου η Νιγηριανή συγγραφέας Chimamanda Adichie εξηγεί πως λειτουργούν τα στερεότυπα που έχουμε για μια λιγότερο προνομιούχα, «σιωπηλή» ομάδα ανθρώπων. Πχ. στερεότυπα των Αμερικάνων/δυτικών για τους Αφρικάνους, της μεσαίας τάξης για τους φτωχούς, των λευκών Αμερικάνων για τους Μεξικάνους. Τα στερεότυπα αυτά δεν είναι πάντα αρνητικά ή ρατσιστικά με τη στενή έννοια του όρου, απλά βλέπουμε αυτούς τους ανθρώπους μόνο σαν φορείς αυτών των στερεοτυπικών χαρακτηριστικών. Για παράδειγμα η ίδια η Adichie όταν ήταν παιδί δε μπορούσε να φανταστεί ότι μια φτωχιά οικογένεια που γνώριζε ήταν ικανή για οτιδήποτε άλλο εκτός από το να πεινάει. Αντίστοιχα όταν η συγγραφέας πήγε στην Αμερική ο εκδότης της παραπονέθηκε ότι οι χαρακτήρες του μυθιστορήματός της ήταν σαν κι αυτόν, ότι το βιβλίο δεν ήταν αρκετά «αφρικάνικο»: δε μιλούσε για πόλεμους και λιμούς. Ο εκδότης αυτός ήταν αδύνατο να πεισθεί ότι οι Νιγηριανοί μπορεί να έχουν άλλους είδους προβλήματα εκτός από πολέμους, λιμούς και ελέφαντες.

Τα Δακρυα Του Ηλιου, μια τυπική «αφρικάνικη ιστορία»  όπου Αμερικάνοι ήρωες σώζουν μερικούς καλούς Νιγηριανούς απ΄τη φρίκη του πολέμου. 

Ο «κίνδυνος της μονοσήμαντης ιστορίας» υπάρχει στον κινηματογράφο πολύ περισσότερο από τη λογοτεχνία  και έχει την παρενέργεια ότι στο σινεμά κάθε χαρακτήρας πρέπει να είναι «λευκός άντρας» εκτός αν αυτό είναι εντελώς ασύμβατο με το ρόλο. Δηλαδή μια ταινία για τη μητρότητα θα έχει υποχρεωτικά μια γυναίκα, μια ταινία για το ρατσισμό θα έχει υποχρεωτικά κάποιον μη λευκό, μια ταινία για τη μετανάστευση θα έχει υποχρεωτικά κάποιον μετανάστη, αλλά σε όλες τις άλλες περιπτώσεις οι χαρακτήρες είναι λευκοί άντρες. Πχ έστω ότι μια ταινία απαιτεί τον χαρακτήρα ενός υπαλλήλου που αντιμετωπίζει το δίλημμα αν θα καταγγείλει ή όχι τη διαφθορά του προϊσταμένου του. Θεωρητικά αυτός ο άνθρωπος θα μπορούσε να είναι οποιουδήποτε φύλου, χρώματος, σεξουαλικού προσανατολισμού κτλ. Έλα ντε που στην πράξη είναι σχεδόν πάντα λευκός άντρας. Όταν αυτός ο κανόνας δεν τηρείται, κάποιοι ενοχλούνται, όπως κάποιος χρήστης του imdb που έγραψε για τον George του A single man «αυτός ο χαρακτήρας θα μπορούσε κάλλιστα να είναι ετεροφυλόφιλος που θρηνεί για το θάνατο της γυναίκας του, γιατί τον έκαναν γκέι;»

Η ομιλία της Adichie είναι πολύ ωραία και εκφράζει με απλά λόγια κάποια πράγματα που σκεφτόμουνα εδώ και καιρό, αλλά προσωπικά θα ήθελα να προσθέσω κάτι άλλο, κάπως άσχετο: Στο βίντεο αναφέρεται ο τρόπος που οι «κυρίαρχοι» του πολιτισμού βλέπουν τις «περιθωριακές ομάδες» αλλά δεν γίνεται λόγος για το αντίστροφο. Δηλαδή η Adichie λέει ότι οι Αμερικάνοι είχαν προκαταλήψεις για τους Αφρικανούς, αλλά δεν λέει τι προκαταλήψεις έχουν οι Νιγηριανοί για τους Αμερικάνους ή για τους λευκούς. Από προσωπικές εμπειρίες συνειδητοποίησα ότι σε πολλές χώρες οι άνθρωποι που έχουν δει «δυτικές» ταινίες έχουν πολλές προκαταλήψεις για τους «δυτικούς». Πχ ότι οι «δυτικές» γυναίκες είναι εύκολες: η προκατάληψη που πονάει περισσότερο ψυχολογικά και δυστυχώς και σωματικά. Ή ότι όλοι οι λευκοί/«δυτικοί» είναι Αμερικάνοι, χορεύουν σε ντίσκο, δεν μπορούν να ζήσουν χωρίς αλκοόλ, με λίγα λόγια ότι είναι έτσι όπως παρουσιάζονται οι ήρωες στις αμερικάνικες (και ευρωπαϊκές) ταινίες. Και  φυσικά καρικατούρες «δυτικών» εμφανίζονται συχνά στον «μη δυτικό» κινηματογράφο όπως το Μπόλιγουντ. Βέβαια, αυτού του είδους τα στερεότυπα υπάρχουν σε μικρότερο βαθμό απ' ότι τα δικά μας, όπως αντίστοιχα οι δικές μας ταινίες παρουσιάζουν τους «δυτικούς» με μεγαλύτερη ποικιλομορφία και με λιγότερα κλισέ απ' ότι παρουσιάζουν τον «ξένο». Κι ενώ οι «δυτικοί» σπάνια βλέπουν Μπόλιγουντ για να συνειδητοποιήσουν ότι και οι Ινδοί είναι φυσιολογικοί άνθρωποι με κάθε είδους προβλήματα, οι Ινδοί βλέπουν καθημερινά Χόλιγουντ. Και φυσικά ισχύει αυτό που λέει η Adichie στην αρχή της ομιλίας που είναι και το πιο συγκλονιστικό: οι μορφωμένοι Νιγηριανοί, και όλοι οι μορφωμένοι «Νιγηριανοί» του κόσμου, μαθαίνουν από μικρή ηλικία να ταυτίζονται με τους ξένους προς τον πολιτισμό τους «δυτικούς».


Το δυτικός το βάζω σε εισαγωγικά γιατί είναι σχεδόν θέμα τύχης ποιος άνθρωπος θα θεωρηθεί δυτικός. Για πολλούς δυτικοευρωπαίους πχ οι Έλληνες δεν είναι δυτικοί, είναι κάτι ξένο, είναι ζορμπάδες. Για πολλούς Ινδούς οι Έλληνες είναι προσωποποίηση του δυτικού πολιτισμού με τη μορφή που γνωρίζουν, της Αγγλικής αποικιοκρατίας. Για κάποιους Ρουμάνους οι Έλληνες είναι ορθόδοξα (ξ)αδέρφια και για άλλους λεφτάδες και νεόπλουτοι. Και πολλές φορές στην Τουρκία είδα τους ντόπιους να φέρονται στους Έλληνες σαν ανθρώπους και στους υπόλοιπους Ευρωπαίους σαν άσχετους τουρίστες. Τρέχα γύρευε.